η πανδημία του κορωνοϊού είναι ίσως η μοναδική στιγμή στην πρόσφατη μνήμη όπου έχουμε απομακρυνθεί από την πόλη
και, κατ’ επέκταση, από πρακτικές συλλογικότητας σε φυσικό χώρο. σε αντίθεση με τον οικιακό χώρο, που είναι
σχεδιασμένος για ιδιωτική χρήση, η πόλη σχεδιάστηκε για κοινωνικότητα. η ξαφνική απομάκρυνση από τα πρωτόκολλα του να είμαστε-μαζί στην πόλη (αναχώρηση) έχει
συνεπιφέρει την αμηχανία του να ανταποκρινόμαστε στον οικιακό χώρο με τρόπους
διαφορετικούς από εκείνους που είχαν προβλεφθεί. οι οικιακοί χώροι καλούνται σήμερα
να εκπληρώνουν τους στόχους της δημόσιας σφαίρας, συμπεριλαμβανομένης της
εργασίας και των δραστηριοτήτων αναψυχής. έτσι, βρίσκονται ανάμεσα στο ιδιωτικό
και το δημόσιο, το εικονικό και το φυσικό, τις μοναχικές και τις συλλογικές
λειτουργίες. αυτή η διατάραξη των ορίων μεταξύ ιδιωτικού δημόσιου, έχει ξαφνικά
δώσει νέες διαστάσεις στη διαπραγμάτευση των αποστάσεων και των ρυθμών εκείνων
που είναι απαραίτητοι για να ζούμε μαζί, και αυτό φέρνει στο προσκήνιο
αποστάσεις που έχουν πρόσφατα αναπτυχθεί: αποστάσεις στο μεταίχμιο ή, ακόμη,
πέρα από χωρικές, προγραμματικές, μικρο- ή μακρο- κατηγοριοποιήσεις.
χάρη στην αύξηση των ψηφιακών
πλατφορμών για πολιτική, πολιτιστική και κοινωνική ανταλλαγή, και στην
υπερσυνδεσιμότητα που παράγουν, οι έννοιες του συλλογικού, κοινόχρηστου ή
κοινωνικού χώρου βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς μεταβολής. την ίδια
ώρα η άναρχη πολεοδομική ανάπτυξη, η χρηματιστικοποίηση και ιδιωτικοποίηση των δημόσιων
χώρων στενεύουν τη
φυσική παρουσία των συλλογικών χώρων στις πόλεις μας. ενισχυμένη από την
πανδημία του κορωνοϊού, η προσαρμοστικότητά μας και η δυνατότητα
δημιουργίας νέων τρόπων συν-ύπαρξης, μέσα από τους περιορισμούς των οικιακών
μας χώρων, θεμελιώνουν μία επαυξημένη επίγνωση των ρευστών φυσικών αλλά και
κοινωνικών διαστάσεων συλλογικότητας που απαντώνται σήμερα.
με δεδομένους αυτούς τους νέους τρόπους συνύπαρξης, ποιο είναι το
λεξιλόγιο που αναδύεται, και ποιες οι χωρικές εμπειρίες που
προκύπτουν, όταν η οικία γίνεται τόπος για την αναθεώρηση της
διαμόρφωσης του χώρου; επιθυμούμε να εισέλθει η πόλη στους οικιακούς μας χώρους
και να αναπροσαρμόσει την κλίμακα προς τα πάνω αλλά και προς τα έξω, οδηγώντας
στην ανάδυση μιας άλλης αστικής διάστασης και στη δημιουργία νέων εντοπιοτήτων; ή αναζητούμε την ευκαιρία να εντάξουμε εκ νέου τα οικιακά μας περιβάλλοντα, τις
ιδιωτικές μας μικροκλίμακες, στις πόλεις μας, δίνοντας μια πιο οικεία και
ανθρώπινη διάσταση στον δημόσιο χώρο, η οποία θα οδηγήσει σε νέες
κοινωνικότητες; Στις μέρες μας, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, υπάρχει
πραγματική αναγκαιότητα να κατανοήσουμε τις αποστάσεις που έχουν δομηθεί,
επιβληθεί, βιωθεί, τεθεί σε διαπραγμάτευση, που είναι φαντασιακές, παρωδικές,
ξεχασμένες ή που μόλις έχουν κατοικηθεί. αυτές είναι που διαμορφώνουν τη συλλογική μας εμπειρία, αυτές φανερώνουν τη
μεταπλαστική δύναμη της αρχιτεκτονικής σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, και
σε παγκοσμιοτοπική κλίμακα.